- σύνταγμα
- (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από τη μια μεριά καθορίζουν τη μορφή του κράτους και ρυθμίζουν την οργάνωση και τις λειτουργίες του, και από την άλλη προσδιορίζουν τα όρια της κρατικής εξουσίας απέναντι στους πολίτες του κράτους. Με την έννοια αυτή, το Σ. ταυτίζεται με το πολίτευμα.
Το Σ. αποτελεί το θεμελιώδη και υπέρτατο νόμο του κράτους, ρυθμιστικό της οργάνωσης και της δράσης του. Διαφέρει από τους κοινούς νόμους, γιατί οργανώνει το κράτος και τις αρμοδιότητες και καθορίζει τα πλαίσια της δράσης των κρατικών οργάνων. Μέσα στα πλαίσια αυτά, εκδίδονται από τα νομοθετικά όργανα οι νόμοι.
Ιστορικά, η ουσιαστική έννοια του Σ. ανατρέχει στην αντίληψη των αρχαίων Ελλήνων για την διάκριση του από τους κοινούς νόμους. Οι κανόνες του Σ. πηγάζουν, είτε από τα έθιμα, είτε από γραπτά διατυπωμένα επίσημα κείμενα. Χρονολογικά προγενέστερο, είναι το λεγόμενο εθιμικό Σ., που αποτελείται από κανόνες οι οποίοι προέρχονται από συνήθειες ή παραδόσεις και έχουν επιβληθεί με τη μακρόχρονη εφαρμογή και την επικύρωση τους από τα δικαστήρια, ίσχυσε σχεδόν αποκλειστικά έως τον 18o αι. Από τα σύγχρονα κράτη, μόνο η Αγγλία διατηρεί τη μορφή του εθιμικού Σ., κατά βάση (common law) και παρά το γεγονός ότι προχωράει στη συμπλήρωσή του με σημαντικό αριθμό γραπτών συνταγματικών κανόνων. Τα σημαντικότερα γραπτά κείμενα είναι: η Magna Charta (1215), η Petition of Right (1628), η Habeas Corpus Act (1679) και το Bill of rights (1688). Αναφέρονται περισσότερο στα ατομικά δικαιώματα, ενώ το εθιμικό στοιχείο θεμελιώνει τον θεσμό της βασιλείας και τα βασιλικά προνόμια και το κοινοβουλευτικό σύστημα, τα οποία έχουν υποστεί διαφοροποιήσεις προς εξασθένηση των βασιλικών προνομιών και ενίσχυση του κοινοβουλευτισμού και της λαϊκής κυριαρχίας με την εισαγωγή γραπτών συνταγματικών κειμένων, όπως την Act of Settlemet (1701), το Reform bill (1832), τις Representation of the People Acts (1867, 1884, 1918), την Partiament Act (1911), που περιόρισε τις νομοθετικές εξουσίες της Βουλής των λόρδων κλπ. Το σπουδαιότερο κείμενο είναι το Statute of Westminster (1931) που ψηφίστηκε από το αγγλικό κοινοβούλιο και τα κοινοβούλια των κτήσεων και το οποίο αποτέλεσε το χάρτη του Βρετανικού Commonwealth.
Ως πλεονεκτήματα του εθιμικού Σ. προβάλλονται η ευκαμψία και η προοδευτικότητα του, το γεγονός ότι επιβάλλεται από την ιστορία και είναι προϊόν των παραδόσεων, των πολιτικών και των κοινωνικών συνθηκών ενός λαού. Υπάρχουν όμως ισχυρές αντιρρήσεις, με επιχειρήματα, που συνάπτονται με τα πλεονεκτήματα του γραπτού Σ. Το γραπτό Σ. είναι προϊόν των νεότερων χρόνων και αποτελείται από κανόνες που έχουν τεθεί συνήθως από ειδικό όργανο. Διατυπώνεται γραπτά σε ένα ή περισσότερα κείμενα. Η σύγχρονη τάση είναι να συγκεντρώνεται σε ένα κείμενο. Το Γαλλικό Σ. του 1875, το αποτελούσαν τρεις χωριστά συνταγματικοί νόμοι.
Αν εξαιρέσουμε τη βρετανική ιδιορρυθμία, το γραπτό Σ. συστηματικά, άρχισε να εμφανίζεται στη διάρκεια του Μεσαίωνα, ως η ισχυρότερη αντίδραση, ενάντια στην απολυταρχική και αυθαίρετη εξουσία των ηγεμόνων. Η πρώτη εκδήλωση παρουσιάστηκε με τη Magna Charta (1215) και ολοκληρώθηκε το 1653 με την απόπειρα καθιέρωσης γραπτού Σ. στην Αγγλία. Το παράδειγμα όμως αυτό το μιμήθηκαν οι αποικίες της Β. Αμερικής που το υιοθέτησαν μετά την κήρυξη της ανεξαρτησίας τους το 1776 για να καθιερώσουν γραπτά τοπικά Σ. τα οποία ακολούθησε το ομοσπονδιακό Σ. των ΗΠΑ του 1787, που μπορεί να χαρακτηριστεί ως ένα από τα πρότυπα των σύγχρονων γραπτών Σ. Χαρακτηριστικό της νέας συνταγματικής τάξης, είναι η καθιέρωση ορισμένων αρχών που ταυτίστηκαν με την έννοια της συνταγματικότητας και αποτέλεσαν τη βάση των νεώτερων πολιτευμάτων. Πρόκειται για τις αρχές της λαϊκής κυριαρχίας, του αντιπροσωπευτικού συστήματος, της διάκρισης των εξουσιών, τη διακήρυξη των ατομικών και κοινωνικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, μαζί με τη διαδικασία αναθεώρησης του Σ., κατά τρόπο που να εξασφαλίζονται οι δημοκρατικές διαδικασίες.
Στην Ευρώπη, το πρώτο παράδειγμα γραπτού Σ., είναι της Γαλλίας του 1791. Αυτό είναι και το πρότυπο των γραπτών Σ. που καθιερώθηκαν σ’ ολόκληρη την Ευρώπη. Το γραπτό Σ. θεωρήθηκε εγγύηση της ελευθερίας και της λαϊκής κυριαρχίας, καθιερώνοντας και την πρώτη αμφισβήτηση στην έκταση της μοναρχικής εξουσίας, που μπήκε μέσα σε πλαίσια και περιορισμούς, θεωρήθηκε επίσης και ένα μέσο, για την πανηγυρική διακήρυξη, των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η Γαλλική διακήρυξη των δικαιωμάτων του ανθρώπου και του πολίτη, αποτελεί το προοίμιο του Σ. του 1791.
Με την τυπική του έννοια Σ. ονομάζεται γενικά το γραπτό, σε αντίθεση με το εθιμικό, όπως επίσης και το ίδιο το έγγραφο, το σώμα του νόμου του συνταγματικού, μαζί με το περιεχόμενό του. Το Σ., μ’ αυτή την έννοια, βασικά περιλαμβάνει τους νομικούς κανόνες που συνιστούν το περιεχόμενό του με την ουσιαστική έννοια. Είναι όμως δυνατόν να μην περιλαμβάνει όλους αυτούς τους κανόνες ή ακόμα να περιλαμβάνει και άλλους κανόνες δίκαιου, για να τους δώσει κύρος και να τονίσει τη σημασία τους π.χ. το ελληνικό Σ. του 1911 δεν περιλάμβανε διατάξεις για την εκλογή των βουλευτών, την ευθύνη των υπουργών κλπ., που περιλαμβάνει το σημερινό.
Παρά την ποικιλία των μορφών που παρουσιάζουν, τα Σ. εξακολουθούν να είναι επηρεασμένα από την πολιτική ιδεολογία του 19ου αι. Τα βασικά στοιχεία των αρχών αυτών διατηρούνται και στα Σ. τα επηρεασμένα από τη μαρξιστική θεωρία για το κράτος και την κοινωνική οργάνωση, τα οποία είναι διαφοροποιημένα μόνο ως προς τις θεμελιακές αρχές των κοινωνικών σχέσεων, παραγωγής και ιδιοκτησίας και ως προς τον τρόπο της οργάνωσης και της διοίκησης των κρατικών και των άλλων κοινών υποθέσεων. Τα δικτατορικά και απολυταρχικά καθεστώτα, είτε δεν έχουν καθόλου Σύνταγμα με την τυπική έννοια του όρου είτε το έχουν περιορίσει σε ορισμένες οργανωτικές μόνο βάσεις είτε απλά δεν το εφαρμόζουν. Τα νέα άλλωστε αιτήματα συνταγματικής προστασίας, αναφέρονται στις δυνατότητες πρακτικής εφαρμογής (μη παραβίασης) και λιγότερο στην εξέλιξη και την τροποποίηση επιμέρους θεμάτων για τη βελτίωση ή την ενίσχυση των αρχών της λαϊκής κυριαρχίας και της κοινωνικής δικαιοσύνης, που αποτελούν γενικότερα αιτήματα της σύγχρονης εποχής, μαζί με τις ατομικές ελευθερίες και τα πλαίσια των περιορισμών τους για την κοινή ωφέλεια.
Σημαντική διάκριση, με πρακτική σημασία, ανάμεσα στους κοινούς νόμους και τους συνταγματικούς κανόνες, υπάρχει στις περιπτώσεις που η μεταβολή του Σ. γίνεται από ειδικά όργανα, ή τουλάχιστον κατά διαδικασία διαφορετική ή δυσχερέστερη, από εκείνη που προβλέπεται για τους κοινούς νόμους. Από την άποψη αυτή, τα Σ. διακρίνονται σε ήπια και αυστηρά: ήπια είναι όσα μπορούν να τροποποιηθούν με την ίδια διαδικασία που ψηφίζονται οι κοινοί νόμοι (όπως τα γαλλικά Σ. του 1814 και του 1830, ο ιταλικός θεμελιώδης νόμος του 1848, το σοβιετικό του 1925). Αυστηρά είναι όσα προβλέπουν ιδιαίτερη διαδικασία αναθεώρησης (όπως όλα τα Σ. του ελεύθερου ελληνικού κράτους, με εξαίρεση το Σ. του 1844, το οποίο δεν πρόβλεπε δυνατότητα αναθεώρησης και, εξαιτίας της συμβατικής καταγωγής του, θα υπέκειτο μόνο σε επίσης συμβατική τροποποίηση). Η ιδιαίτερη διαδικασία είναι άλλοτε πολυπλοκότερη και άλλοτε απλούστερη. Ιδιαίτερη μορφή «αυστηρότητας» είναι η απαγόρευση των λεγόμενων «θεμελιωδών» διατάξεων· ποιες είναι οι θεμελιώδεις διατάξεις δεν ορίζεται στο κείμενο και αφήνεται στην επιστήμη και στο ίδιο το αναθεωρητικό σώμα να τις προσδιορίσει, άλλη συνέπεια της αυστηρότητας του Σ. είναι το ανίσχυρο κάθε κρατικής πράξης που θα βρίσκεται σε αντίθεση προς τις διατάξεις του. Αλλού δεν νοείται έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων γιατί θεωρείται επέμβαση των δικαστηρίων στο έργο της νομοθετικής εξουσίας. (Αγγλία). Αλλού πάλι προβλέπεται προληπτικός έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, ή και άρνηση των δικαστηρίων να εφαρμόσουν αντισυνταγματικούς νόμους (Ελλάδα).
Τα Σ. διακρίνονται επίσης σε παραχωρούμενα (octroyés), σε συμβατικά και σε λαϊκής καταγωγής. Παραχωρούμενα είναι όσα ο κυρίαρχος μονάρχης θέτει σε εφαρμογή από δική του πρωτοβουλία - άλλο το ζήτημα αν, από πολιτικής άποψης, η πρωτοβουλία του διαμορφώνεται υπό την πίεση κοινωνικών ομάδων και κινήσεων. Τέτοια Σ. είναι το γαλλικό του 1814, ο θεμελιώδης ιταλικός νόμος του 1848, το ιαπωνικό Σ. του 1889, το αιθιοπικό του 1931. Τα συμβατικά Σ. είναι προϊόντα σύμπτωσης των θελήσεων του μονάρχη και συνέλευσης αντιπρόσωπων του λαού· όπως τα γαλλικά Σ. του 1791 (αποδοχής του Λουδοβίκου ΙΣΤ’) και 1830 (αποδοχής Λουδοβίκου - Φιλίππου), τα δύο πρώτα της Ελλάδας, του 1844, στο προοίμιο του οποίου αναφέρεται ότι «συνωμολογήθη» μεταξύ του βασιλιά και των πληρεξούσιων του έθνους, το Σ., του 1864, όπου ο βασιλιάς δηλώνει ότι «απεδείχθη» το Σ. που ψήφισαν οι πληρεξούσιοι του έθνους. Λαϊκής καταγωγής είναι όλα τα σύγχρονα Σ. Συντάσσονται και ψηφίζονται μόνο από λαϊκή αντιπροσωπεία και ο ανώτατος άρχων διατάζει τη δημοσίευση τους, χωρίς να μετέχει στη συντακτική διαδικασία, χωρίς να του ανήκει αποδοχή ή απόρριψη του κειμένου.
Η συνταγματική ιστορία της νεότερης Ελλάδας πέρασε από τις εξής φάσεις:
Α. Την περίοδο των δημοκρατικών πολιτευμάτων της επαναστατικής περιόδου (1821-32) με το προσωρινό Σ. της Επιδαύρου (1822), που αναθεωρήθηκε από την Εθνική Συνέλευση του Άστρους με το «νόμο της Επιδαύρου» (30 Μαρτίου 1823) και στη συνέχεια με το «πολιτικό Σ. της Ελλάδος» που ψηφίστηκε στη Γ’ Εθνοσυνέλευση που συνήλθε στην Τροιζήνα το 1826. Η ισχύς του τελευταίου αναστάλει, με εισήγηση του κυβερνήτη Ι. Καποδίστρια, πραξικοπηματικά από τη Βουλή, με το ψήφισμα της 18-1-1828, με το οποίο διαλύθηκε και η ίδια. Η Δ’ Εθνική Συνέλευση που συγκάλεσε το «Πανελλήνιο», όπως ονομάστηκε, ένα είδος αντιπροσωπείας που ορίστηκε από τον κυβερνήτη και την «καταργηθείσα» βουλή και συνεδρίαζε στο Άργος και συνέχεια στο Ναύπλιο, ψήφισε το «ηγεμονικό Σ. της Ελλάδος» στις 15-3-1832.
Β. Την περίοδο της απόλυτης μοναρχίας 1833-43, χωρίς γραπτό Σ.
Γ. Την περίοδο της συνταγματικής μοναρχίας με το Σ. του 1844, που ψήφισε η A’ Εθνική Συνέλευση της Αθήνας (8 Νοεμβρίου 1843), η οποία ονομάστηκε «η της Γ’ Σεπτεμβρίου εν Αθήναις Εθνική των Ελλήνων Συνέλευσις».
Δ. Τη «βασιλευόμενη» δημοκρατία και το Σ. του 1864, που ίσχυε μετά την κατάργηση της βασιλείας του Όθωνα και τη συγκρότηση της B’ Συνέλευσης των Ελλήνων (Αθήνα). Το Σ. αυτό αναθεωρήθηκε το 1911, από αναθεωρητική Βουλή, μετά το στρατιωτικό κίνημα του 1909 και με τη μεσολάβηση και εισήγηση του Ελευθέριου Βενιζέλου.
Ε. Η περίοδος της δημοκρατίας και το Σ. του 1927, μετά τη στρατιωτική επανάσταση του τότε συνταγματάρχη Ν. Πλαστήρα, τη διάλυση της Γ’ Συντακτικής Συνέλευσης και την κατάργηση της βασιλείας.
ΣΤ. Την περίοδο μετά την κατάλυση του Σ. του 1927 και την αναβίωση εκείνου του 1864-1911, με την επαναφορά της βασιλείας.
Ζ. Την περίοδο της στρατιωτικής δικτατορίας (1967-74) και το δικτατορικό Σ. του 1968, που ακολούθησε την αναστολή διατάξεων του Σ. του 1952 και τις πολυάριθμες συντακτικές πράξεις, και τροποποιήθηκε στη συνέχεια με τη συντακτική πράξη της 1ης Ιουνίου 1973 και το ψήφισμα της 15ης Ιουνίου 1973.
Η. Την περίοδο της δημοκρατίας με το Σ. της ελληνικής δημοκρατίας του 1975, που ακολούθησε τη μεταπολίτευση της 24ης Ιουλίου 1974 και το δημοψήφισμα της 17ης Νοεμβρίου 1974, με το οποίο καθιερώθηκε στην Ελλάδα η δημοκρατία και καταργήθηκε ο θεσμός της βασιλείας. Το Σύνταγμα του 1975 αναθεωρήθηκε και μεταγλωττίστηκε στη νεοελληνική γλώσσα το 1985-86.
Ο όρος σύνταγμα καθιερώθηκε τον 18o αι. και είχε καθαρά ιδεολογικό περιεχόμενο. Η επικύρωση του συντάγματος των ΗΠΑ, έργο του Τσάντλερ Κρίστι στο Καπιτώλιο της Ουάσινγκτον.
Ο Λουδοβίκος 16ος της Γαλλίας ορκίζεται στο Σύνταγμα: χαλκογραφία της εποχής.
* * *το, ΝΜΑ, και αττ. τ. ξύνταγμα Α [συντάσσω]νεοελλ.1. ο καταστατικός χάρτης μιας χώρας, που καθορίζει την πολιτειακή μορφή τού κράτους, τις αρμοδιότητες και τον τρόπο οργάνωσης και λειτουργίας τών εξουσιών τους καθώς και τα βασικά δικαιώματα και τις υποχρεώσεις τών πολιτών2. στρ. α) οργανική στρατιωτική μονάδα, η ανώτερη από τις μικρές μονάδες, με δύναμη 3.000 περίπου ανδρών που αποτελείται από ορισμένο αριθμό ταγμάτων, ιλών ή πυροβολαρχιώνβ) συνεκδ. ο τόπος όπου στρατοπεδεύει η παραπάνω στρατιωτική μονάδα3. αρχαιολ. σύνολο αγαλμάτων τοποθετημένων το ένα δίπλα στο άλλο και πάνω σε κοινή βάση4. συλλογή ιστορικών ή άλλων μνημείων μεθοδικά ταξινομημένων («σύνταγμα θείων και ιερών κανόνων» — συλλογή τών πηγών τού κανονικού δικαίου τής ορθόδοξης ανατολικής Εκκλησίας)5. γλωσσ. λειτουργική ομάδα τής γλώσσας η οποία συγκροτείται με τη σύναψη λέξεων προκειμένου να σχηματιστούν μεγαλύτερα κομμάτια λόγου, δηλαδή προτάσεις, φράσεις, λ.χ. στη φρ. το παιδί παίζει στον κήπο σύνταγμα αποτελεί ο συνδυασμός τού άρθρου και τού ονόματος το + παιδί, καθώς και ο συνδυασμός τής ονοματικής φρ. και τού ρήματος το παιδί + παίζει6. ως κύριο όν. το Συντανμα(στην Αθήνα) η φερώνυμη πλατεία και η γύρω από αυτήν περιοχήαρχ.1. α) σώμα στρατιωτών παρατεταγμένων με τάξη, παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη («τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων», Ξεν.)2. διπλή τάξη ή τάγμα στρατιωτών3. το σύνολο τών νόμων, η νομοθεσία («οὔτε ἐστὶν οὔτε γέγονεν οὐδὲν αἱρετώτερον τοῡ Λακωνικοῡ καταστήματος καὶ συντάγματος», Πολ.)4. τάξη ανθρώπων, κοινωνική τάξη5. συλλογή συγγραμμάτων με συγγενικό περιεχόμενο6. (γενικά) σύγγραμμα, βιβλίο7. το βασικό μέρος επιστήμης ή τής διδασκαλίας κάποιου8. υποχρεωτική συνδρομή, συνεισφορά («ὡς ἥκοι ἐκ Πελοποννήσου νεωστὶ σύνταγμα συντάξας εἰς ἑκατὸν ταλάντων πρόσοδον», Αισχίν.)9. συμφωνία10. μουσ. συμφωνία μουσικών φθόγγων, αρμονία11. γραμμ. η λέξη ως συντακτικό στοιχείο σε μία γραμματική δομή12. δήλωση, διακήρυξη13. μτφ. πλήθος ανθρώπων, συρφετός («Βλεψίας ἐκεῑνος καὶ Λάχης καὶ Γνίφων καὶ ὅλως τὸ σύνταγμα τῶν οἰμωξομένων», Λουκιαν.)14. φρ. α) «τὸ σύνταγμα τῶν συμμάχων» — η παρατεταγμένη στρατιωτική δύναμη τών συμμάχων (Ξεν.)β) «σύνταγμα πεζῶν» — στρατιωτική μονάδα τού πεζικού (Πολ.)γ) «σύνταγμα ἱππέων» — στρατιωτική μονάδα τού ιππικού (Πολ.).
Dictionary of Greek. 2013.